περιτονίτιδα

περιτονίτιδα
Η σημαντικότερη πάθηση του περιτοναίου μπορεί να είναι διάχυτη ή περιγεγραμμένη, σε οξεία ή χρόνια μορφή. Οι οξείες διάχυτες π. οφείλονται τις περισσότερες φορές σε διάτρηση, φλεγμονώδη ή όχι, ενός τμήματος του πεπτικού σωλήνα: η κλινική εικόνα είναι δραματική, με δυνατό πόνο στην κοιλιά, σύσπαση των κοιλιακών τοιχωμάτων, παραλυτικό ειλεό, πυρετό, εμετό και λόξυγγα· οι γενικές συνθήκες του οργανισμού εκπίπτουν ταχέως, εμφανίζονται σημεία καρδιοκυκλοφορικής ανεπάρκειας· στη μορφή αυτή, η θεραπευτική αντιμετώπιση, φαρμακευτική και χειρουργική, πρέπει να γίνει όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Οι περιγεγραμμένες μορφές, συχνά δευτεροπαθείς σε παθήσεις των οργάνων της κοιλιάς, παρουσιάζονται όταν η αιτία είναι λιγότερο απότομη και βίαιη και το περιτόναιο έχει στην διάθεσή του τον απαιτούμενο χρόνο για να προετοιμάζει μια άμυνα που καταλήγει, σχεδόν πάντα, στο σχηματισμό αποστήματος. Η άμεση επέμβαση πρέπει να έχει προβλεφθεί και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, γιατί υπάρχει η πιθανότητα ρήξης του αποστήματος στην περιτοναϊκή κοιλότητα· αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τη διάχυτη π., αν και σήμερα τα αντιβιοτικά επιτρέπουν σε πολλές περιπτώσεις την αναμονή, έτσι ώστε η χειρουργική επέμβαση να γίνει όταν η διεργασία έχει κάπως περιοριστεί. Από τις άλλες πολυάριθμες μορφές π. θα αναφέρουμε τη φυματιώδη, που μπορεί να εμφανιστεί κατά διαφορετικούς τρόπους, αλλά συχνότερα με υποξεία κλινική εικόνα και παραγωγή υγρού στην περιτοναϊκή κοιλότητα· αυτός ο τύπος π. συνοδεύεται συχνά από πλευρίτιδα και ενδεχομένως με περικαρδίτιδα της ίδιας φύσης, αποτελώντας την ονομαζόμενη πολυορογονίτιδα.
* * *
η, Ν
οξεία ή χρόνια φλεγμονή τού περιτοναίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. peritonitis (< περιτόν-αιο + επίθημα -ίτιδα). Η λ., στον λόγιο τ. περιτονῖτις, μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιτονίτιδα — η αρρώστια, πάθηση του περιτόναιου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • -ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • βλεννόρροια — Αφροδίσιο νόσημα, η εμφάνιση του οποίου οφείλεται στον γονόκοκκο του Νάισερ και η μετάδοσή του γίνεται με τη συνουσία. Πρόκειται για ένα είδος φλεγμονής της ουρήθρας, που προκαλείται μετά από επώαση του μικροβίου, η οποία διαρκεί 2 5 μέρες, και… …   Dictionary of Greek

  • διάτρηση — Διατρύπηση ιστού ή οργάνου που οφείλεται σε τραυματισμό ή σε παθολογικό αίτιο. Όταν συντελείται σε κοίλο όργανο της κοιλιακής χώρας, επιτρέπει την είσοδο σε αυτήν υγρών, αέρα ή και των δύο. Η κατάσταση αυτή συνήθως προκαλεί ξαφνικό, έντονο πόνο,… …   Dictionary of Greek

  • εμετός — Ακούσια βίαιη κένωση του περιεχομένου του στομάχου, που περνά από τον οισοφάγο και τη στοματική κοιλότητα και προκαλείται από διάφορες αιτίες. Ο ε. δεν είναι νόσημα αλλά σύμπτωμα συχνό σε ορισμένα νοσήματα που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ο… …   Dictionary of Greek

  • κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… …   Dictionary of Greek

  • λόξυγγας — Σπασμωδική σύσπαση του διαφράγματος, η οποία προκαλεί βίαιη εισπνοή που ακολουθείται από απότομη σύγκλειση της γλωττίδας και από χαρακτηριστικό ήχο στον λάρυγγα. Συχνά παρατηρείται στα έμβρυα κατά τη διάρκεια της κύησης ή συνοδεύει το κλάμα, αλλά …   Dictionary of Greek

  • οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… …   Dictionary of Greek

  • παχυπεριτονίτιδα — η ιατρ. περιτονίτιδα που καταλήγει σε πάχυνση τού περιτοναίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pachyperitonitis < παχυ * + περιτονίτις / ίτιδα*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”